ἀλασταίνω

ἀλασταίνω
ἀλασταίνω· δυσπαθέω, Hsch.:—[voice] Pass., EM58.3 (codd. ἀλαιστάνομαι). [full] ἀλαστέω,
A to be full of wrath or (more prob.) to be distraught, ἠλάστεον δὲ θεοί (as trisyll.) Il.15.21;

μωξεν . . καὶ ἀλαστήσας ἔπος ηὔδα 12.163

, cf. Call.Del.239, Musae.202, etc., cf. Gal.Lex. s.v. ἀλάστορες. (Only [tense] impf. and [tense] aor. part. in earlier [dialect] Ep.; fut

-ήσω Q.S.5.584

.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλασταίνω — ἀλασταίνω (Α) ἀλαστώ* …   Dictionary of Greek

  • ακταίνω — ἀκταίνω (Α) (στη φρ.) «ἀκταίνω στάσιν» (διαφ. γραφή «ἀκταίνω βάσιν», Αισχ. Ευμ. 36) σηκώνω, ορθώνω το ανάστημα μου, είμαι όρθιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Το πιθανότερο είναι πως η λ. συνδέεται με το ἄγω, οπότε το ἀκταίνω είναι επηυξημένος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”